Πίνακας του Philips Galle, Χάαρλεμ Ολλανδία: "Το φιλί του
Ιούδα" (1537-1612)
Με αφορμή
την περίοδο του Πάσχα, αλλά και της πρόσφατης έκδοσης της συλλογής του
επιμελητή του παρόντος ιστολογίου "Παραμύθια
λαϊκά από τα Κατεχόμενα της Κύπρου: Μια φοράν τζι έναν τζαιρόν είσσεν...
(1868-1973)" η οποία κυκλοφόρησε με αφορμή τα πενήντα
χρόνια από την τουρκική εισβολή του Αττίλα στο νησί της Αφροδίτης (1974-2024),
από τις Εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ δημοσιεύεται το παρακάτω λαϊκό παραμύθι από τα
Μακράσυκκα Αμμοχώστου, σήμερα ανάμεσα στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, που
κατέγραψε στα 1933 ο σημαντικός φιλόλογος και λαογράφος Κυριάκος Ι.
Χατζηιωάννου. Η ιστορία έχει ως κύριο πρωταγωνιστή τον Ιούδα, όπως τον
συλλαμβάνει ως φιγούρα και ενέργεια η λαϊκή μυθοπλασία. Πολλές φορές με την
"ποιητική άδεια" του αφηγητή στις καταγραφές προβάλλονται ηθικές και
θρησκευτικές αντιλήψεις, οι οποίες μπορεί να διαφοροποιούνται από την επίσημη ή
διαδεδομένη γνωστή άποψη ή εικόνα των καταστάσεων. Εδώ, η κατά τη λαϊκή
αντίληψη η φιγούρα του Ιούδα προσεγγίζεται χρονικά στην περίοδο πριν την
προδοσία του Χριστού, γεγονός που προοιωνίζει την μετέπειτα συμπεριφορά του.
Μερικά στοιχεία
Η παρούσα
ιστορία ανήκει στην κατηγορία «Ρεαλιστικά Παραμύθια-Νουβέλες» (ATU
850-999), στην υποκατηγορία «Ιστορίες της Μοίρας» (ATU 930-949).
Κατατάσσεται στον παραμυθιακό τύπο ΑΤU 931Α («Πατροκτονία») του Διεθνούς
Καταλόγου Κατάταξης και παρουσιάζεται με πέντε βασικές αφηγηματικές
μορφές-υποθέσεις. Στη συγκεκριμένη αφήγηση (τρίτη μορφή υπόθεσης), σε ένα
προφητικό όνειρο μιας εγκυμονούσας πως το παιδί που θα γεννηθεί (Ιούδας) θα
φέρει μεγάλο πόνο και βάσανο στην ανθρωπότητα (εδώ: στο έθνος του), αφήνεται
έκθετο σε καλάθι, θυμίζοντας σχετικούς μύθους και αφηγήσεις που αφορούν τόσο
βιβλικές ιστορίες (Μωυσής) όσο και περιπτώσεις από την αρχαία ελληνική
μυθολογία (Οιδίποδας) αλλά και τη ρωμαϊκή (Ρέμος και Ρωμύλος). Συνήθως στις
προφορικές παραδόσεις της υπόθεσης, μια άκληρη βασίλισσα το υιοθετεί κι όταν
γεννά δικό της παιδί, ο υιοθετημένος το σκοτώνει και διαφεύγει στην Ιερουσαλήμ.
Προσπαθώντας να κλέψει μήλα από έναν κήπο (εδώ να κόψει ανθούς από το περιβόλι
του βασιλέα) πιάνεται από τον ιδιοκτήτη του-που είναι ο πατέρας του (εδώ
λογομαχεί με τον περιβολάρη πατέρα του). Σκοτώνει τον πατέρα του και
παντρεύεται τη μητέρα του-δίχως να το γνωρίζει. Η ιστορία δικαιολογεί την
ποιότητα του χαρακτήρα του Ιούδα, μετέπειτα προδότη του Χριστού, τόσο μέσα από
το όνειρο προφητείας όσο και από την εξέλιξη των γεγονότων, αφού τα «κρίματά»
του είναι πολλαπλά: θρέφεται από την καταραμένη κατσίκα, είναι τεμπέλης,
σκοτώνει τον αδερφό του και τον πατέρα του, παντρεύεται τη μητέρα του
δρομολογώντας την κατοπινή του ειδεχθή στάση προδοσίας. Συναντάται για πρώτη
φορά στο έργο Legenda aurea του Jacobus de Voragine (ιστορία
του Julianus Hospitator-Ιουλιανού του ξενοδόχου) μια
συλλογή από 153 ιστορίες αγίων προσώπων ή χριστιανικών γιορτών που γράφτηκαν
στο μεσαίωνα μεταξύ 1259-1266. Υπήρξε ένα από τα πιο διαδεδομένα βιβλία της
εποχής του, με κυκλοφορία μεγαλύτερη της Βίβλου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Το έργο είναι γνωστό επίσης και ως «Αναγνώσματα των Αγίων» και
θεωρήθηκε ως ένα είδος εγκυκλοπαίδειας αγιολογικής της εποχής του. Η υπόθεση
συναντάται επίσης στο έργο Gesta Romanorum (18η ιστορία)
μια συλλογή ιστοριών και ανεκδότων με λειτουργία και χαρακτήρα ηθικοπλαστικό
που απευθυνόταν σε κληρικό αναγνωστικό κοινό, στα τέλη του 13ου και
αρχές του 14ου αιώνα. Πολλές ιστορίες του έργου αποτέλεσαν τον
πυρήνα πολύ γνωστών λογοτεχνικών υποθέσεων, επηρεάζοντας την προφορική παράδοση
αλλά και τη γραπτή επώνυμη λογοτεχνική παραγωγή που παρουσιάστηκε αργότερα.
Ο μύθος του Ιούδα (Μακράσυκκα Αμμοχώστου)
"Ο Ιούδας, τον καιρό που εγκαστρώθηκε η μάνα του,
είδε στο όρομάν* της πως το παιδί που θα γεννηθεί, θα κάμει πολλά κακά εις το
έθνος τους. Πήγε λοιπόν και τούτη στο βασιλέα και του είπε την ιστορία. Ο
βασιλέας πρόσταξε, να σκοτώσει το παιδί όταν θα γεννηθεί. Όταν γεννήθηκε
ο Ιούδας , η μάνα του τον λυπήθηκε κι αντί να τον σκοτώσει, πίσσωσε ένα καλάθι
και τον πέταξε μέσα στον ποταμό να πεθάνει μοναχός του. Ήταν κάτι βοσκοί,
είδαν το καλάθι, πήγαν κοντά του κι ακούν να κλαίει ένα μωρό. Το άνοιξαν και πήραν
από μέσα το μωρό. Λένε: «Να το νιώσουμε* και το αφήνουμε να μας βοηθά στο
κοπάδι». Το πήραν και το τάιζαν με γάλα από την κατσίκα- από το καταραμένο ζώο.
Η κατσίκα το αγάπησε και το βύζαινε.
Όταν γίνηκε εφτά χρονών, που ήταν να
τους βοηθήσει λίγο, ετερπίζεψε.* Τη μια φορά « πονά το πόδι μου», την άλλη φορά
«πονά το χέρι μου», μήτε δουλειά έκαμε μήτε τίποτα. Σκέφτηκαν τότε κι οι βοσκοί
να τον πάρουν στον βασιλέα. Τον πήγαν λοιπόν στον βασιλέα και τον άφησαν κι
εκείνος τον πήρε μισταρκό* του.
Μια μέρα του λέει η βασιλοπούλα:
«Πήγαινε και φέρε μου λίγα άνθη». Πήγε και τούτος μέσα στο περιβόλι του
παλατιού κι άρχισε να κόβει αντί για τους ανθούς, κλωνάρια ολόκληρα. Α,
μέσα στο περιβόλι τούτο, ξέχασα να σας πω, ήταν ο κύρης του Ιούδα με τη μάνα
του. Γιατί είχαν δυστυχήσει, έτυχε και τους σκότωσε ο ίδιος ο Ιούδας τον
ένα γιο μέσα στο όρος, κι έτσι και τούτοι ήρθαν και
*όρομαν:
όνειρο, * να το νιώσουμε: να το καταλάβουμε, να το αισθανθούμε (εδώ: να το
μεγαλώσουμε), *εττερπίζεψε: τεμπέλιασε, *μισταρκός: εργάτης στην υπηρεσία
κάποιου
παρακάλεσαν τον βασιλέα, να τους δώσει τίποτε για
να ζουν. Κι εκείνος τους έδωκε κείνο το περιβόλι, να το σάζουν* και να παίρνουν
τα μαξούλια* του. ‘Ε, όταν τον είδε ο κύρης του- τώρα μήτε ο ένας ήξερε πως
είναι ο γιος του, μήτε ο άλλος ήξερε πως είναι ο κύρης του- του λέει: «Ρε,
γιατί κόβεις τα κλωνάρια; Εγώ κάνω τόσον κόπο, κι έρχεσαι και μου
κατακόβεις τα δέντρα;». Απάντησε τότε κι ο Ιούδας με ένα στόμα:* «Μου είπε η
κυρά μου, η βασιλοπούλα!» Τώρα, είναι η οκνιά* του οξά* που του είπε έτσι η
κυρά του η βασιλοπούλα…
Άλλη μέρα o ο Ιούδας πήγε
πάλι ξανά στο περιβόλι. Τον είδε η μάνα του κι είπε του αντρός της, που
έρχεται ο ξένος. «Τι κόβεις πάλι τους κλώνους!» του λέει ο κύρης του:
Αποκρίνεται ο Ιούδας: «Α, μην πεις άλλη κουβέντα, γιατί σε σκοτώνω κι
εσένα, όπως σκότωσα τον άλλο πάνω στο όρος!» κι έλεγε τον αδερφό του. Πιαστήκαν
τότε στα χέρια και ο Ιούδας σκότωσε και τον πατέρα του. Η μάνα του κλάματα,
κακό, σκοτωμούς! Το άκουσε η βασίλισσα και το είπε του βασιλέα. Φωνάζει τότε εκείνος
του Ιούδα και του λέει: «Ρε, ή θα παντρευτείς τη γυναίκα τούτη να μην κλαίει ή
σε αποκεφαλίζω!» Και έτσι την παντρεύτηκε.
Πηγαίνει μια μέρα σπίτι ο Ιούδας,
κρώννεται,* και την ακούει να νεκαλιέται,* και να λέει όλα της τα βάσανα. Την
εξάνοιξε* τότε, γιατί του είπαν την ιστορία οι βοσκοί, πως ήταν μέσα στο
καλάθι το πισσωμένο-και κατάλαβε πως ήταν αυτός ο ίδιος, και σκότωσε και τον
αδερφό του και τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μάνα του. Από κει πέρα χώρισαν
και πήγε ύστερα ο Ιούδας και βρήκε το Χριστό.
Ο Χριστός ήταν που τον δέχτηκε,
γιατί ο Ιούδας ήταν φιλάργυρος και είχε να τον προδώσει. Κανένας άλλος δεν θα
τον πρόδιδε.
*να το
σάζουν: να το φροντίζουν,*μαξούλια: την παραγωγή, αυτά που παράγει, * με ένα
στόμα: με αυθάδεια, άπρεπα, με εγωισμό, *οκνιά: τεμπελιά, *οξά: το διαζευτικό ή
(από το τουρκ. yoksa), *κρώννεται: αφουγκράζεται, *νεκαλιέται: να
μοιρολογεί, *την εξάνοιξε: την ρώτησε να μάθει
Καταγραφή
Κ.Χατζηιωάννου: «Κυπριακά παραμύθια», Κυπριακά Χρονικά Θ΄ (9) Λάρνακα 1933 με
πληροφορητή έναν -όπως αναφέρεται- αγράμματο γέρο, τον Κωνσταντή
Χατζηπέτρο
Με την υποστήριξη της